κατόχιον

κατόχιον
κατόχιον, τὸ (Α)
βλ. κατόχι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατόχιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχια — κατόχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόχι — το (Α κατόχιον) καθετί που συνέχει, που συγκρατεί («κατόχιον ἐμβρύων» προφυλακτικό κατά τής αποβολής, Αέτ.) νεοελλ. 1. ο αναβολέας* 2. δερμάτινο λουρί ή σχοινί με το οποίο οι υποδηματοποιοί δένουν στο πόδι τους το παπούτσι που ράβουν 3. σκαλοπάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”